αντικρατώ

αντικρατώ
(Α ἀντικρατῶ, -έω)
νεοελλ.
1. συγκρατώ, σταματώ
2. (για ζυγαριά) δεν λειτουργώ καλά, δεν ζυγίζω με ακρίβεια
αρχ.
έχω κάτι αντί να έχω κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”